στουπέτσι

στουπέτσι
το
(λ. τουρκ.), ανθρακικός μόλυβδος: Έβαψε τα άσπρα παπούτσια του με στουπέτσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στουπέτσι — το, Ν ανθρακικός μόλυβδος που χρησιμοποιείται για την παρασκευή λευκών χρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ustubec] …   Dictionary of Greek

  • λευκό μολύβδου — Λευκή χρωστική ουσία (πήγμα), με βάση τον ανθρακικό μόλυβδο. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία στουπέτσι. Χρησιμοποιήθηκε από το απώτατο παρελθόν για τις εξαιρετικές χρωστικές του ιδιότητες, κυρίως σε πρόσμειξη με λινέλαιο. Σήμερα όμως η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”